- παλαιστικός
- -ή, -ό (Α παλαιστικός, -ή, -όν) [παλαιστής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλαιστή2. έμπειρος, επιτήδειος στο αγώνισμα τής πάλης3. το θηλ. ως ουσ. η παλαιστικήη τέχνη τού παλαιστήαρχ.αυτός που αποκτάται ύστερα από εξάσκηση στην πάλη («πρὸς ἰσχύν, οὐ παλαιστικὴν οὐδὲ σαρκοῡσαν καὶ πυκνοῡσαν», Πλούτ.).επίρρ...παλαιστικῶς (Α)με παλαιστικό τρόπο, όπως οι παλαιστές.
Dictionary of Greek. 2013.